Καταφρυγαστής

Καταφρυγαστής
Καταφρυγαοτής, ὁ (AM)
στον πληθ. οι Καταφρυγασταί
μέλη μιας αίρεσης, μοντανιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < φρ. κατὰ Φρύγας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”